- προτανείον
- και προτανήϊον, τὸ, Α(αιολ. τ.) βλ. πρυτανείο(ν).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρυτανείο(ν) — το / πρυτανεῑον, ΝΜΑ, και πρυτάνιον και ιων. τ. πρυτανήϊον και αιολ. τ. προτανήϊον και αττ. τ. προτανεῑον και κρητ. τ. βρυτανεῑον Α (στην αρχαιότητα) 1. δημόσιο οικοδόμημα που βρισκόταν αρχικά στην επονομαζόμενη αγορά τού Θησέως, η οποία… … Dictionary of Greek